- αμαχαίρωτος
- -η, -οαυτός που δε χτυπήθηκε με μαχαίρι: Όποιον επιχειρούσε να τον εμποδίσει δεν τον άφηνε αμαχαίρωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμαχαίρωτος — η, ο [μαχαιρώνω] αυτός που δεν χτυπήθηκε, δεν τραυματίστηκε ή δεν σκοτώθηκε με μαχαίρι … Dictionary of Greek